- πορευομένης
- πορεύωmake to gopres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπισθοφυλακώ — ὀπισθοφυλακῶ, έω (Α) [οπισθοφύλαξ] 1. είμαι οπισθοφύλακας, φυλάω τα νώτα πορευόμενης φάλαγγας 2. διοικώ την οπισθοφυλακή … Dictionary of Greek
οπισθοφύλακας — ο (Α ὀπισθοφύλαξ, ακος) 1. στρατιώτης τής οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας 2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί νεοελλ. ποδοσφαιριστής τού οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή τού αγώνα … Dictionary of Greek